- ἐλαμπρύνοντο
- ἐλαμπρύ̱νοντο , λαμπρύνωmake brightimperf ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαμπρύνω — (AM λαμπρύνω) [λαμπρός] 1. κάνω κάτι λαμπρό, φωτεινό, εξωραΐζω, ομορφαίνω 2. προσδίδω σε κάτι αξία δόξα, αίγλη, μεγαλείο μσν. 1. φωτίζω, καθοδηγώ 2. γίνομαι λαμπρός, φωτεινός αρχ. 1. μέσ. λαμπρύνομαι κάνω κάτι να γυαλίζει («ἠκονῶντο καὶ λόγχας… … Dictionary of Greek